„αφιερώνω“: μεταβατικό ρήμα αφιερώνω [afieˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) widmen, aufwenden widmen (σεδοτική | Dativ dat) αφιερώνω αφιερώνω aufwenden αφιερώνω χρόνο αφιερώνω χρόνο