αφηγηματικός
[afijimatiˈkos], αφηγηματική, αφηγηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αφηγηματικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich nErzählebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αφηγηματικοί τρόποιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplErzählformenπληθυντικός | Plural pl
- αφηγηματικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mErzählzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f