„αφερματίζω“: αμετάβατο ρήμα αφερματίζω [afermaˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ballastabwerfen Ballastabwerfen αφερματίζω αφερματίζω