αφαιρέσιμος
[afeˈresimos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- herausnehmbarαφαιρέσιμοςαφαιρέσιμος
- absetzbarαφαιρέσιμος ποσόαφαιρέσιμος ποσό
Thank you for your feedback!