„αφέψημα“: ουδέτερο αφέψημα [aˈfepsima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufguss, Tee Aufgussαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφέψημα Teeαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφέψημα αφέψημα examples αφέψημα χαμομηλιού Kamillentee αφέψημα χαμομηλιού