„αφέγγαρος“ αφέγγαρος [aˈfeŋgaros], αφέγγαρη, αφέγγαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mondlos mondlos αφέγγαρος αφέγγαρος