αυτόπτης
[afˈtoptis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αυτόπτης μάρτυ(ρα)ςAugenzeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich mAugenzeuginθηλυκό | Femininum, weiblich f