αυτοϊκανοποίηση
[aftoikanoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Selbstzufriedenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοϊκανοποίησηαυτοϊκανοποίηση
- Selbstbefriedigungθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοϊκανοποίηση αυνανισμόςαυτοϊκανοποίηση αυνανισμός