αυτοψία
[aftoˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αυτοψία
- Augenscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυτοψία νομικός όρος | Rechtswesenνομαυτοψία νομικός όρος | Rechtswesenνομ