„αυτοσκοπός“: αρσενικό αυτοσκοπός [aftoskoˈpos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstzweck Selbstzweckαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοσκοπός αυτοσκοπός