αυτοπροσωπογραφία
[aftoprosopoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Selbstbildnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοπροσωπογραφίαSelbstporträtουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοπροσωπογραφίααυτοπροσωπογραφία