„αυτοπειθαρχία“: θηλυκό αυτοπειθαρχία [aftopiθarˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstdisziplin Selbstdisziplinθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοπειθαρχία αυτοπειθαρχία