„αυτοοργάνωση“: θηλυκό αυτοοργάνωση [aftoorˈɣanosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbsthilfe Selbsthilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοοργάνωση αυτοοργάνωση