„αυτοματοποιώ“: μεταβατικό ρήμα αυτοματοποιώ [aftomatopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) automatisieren automatisieren αυτοματοποιώ αυτοματοποιώ