„αυτοματισμός“: αρσενικό αυτοματισμός [aftomatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Automatismus Automatismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοματισμός αυτοματισμός