„αυτολύπηση“: θηλυκό αυτολύπηση [aftoˈlipisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstmitleid Selbstmitleidουδέτερο | Neutrum, sächlich n αυτολύπηση αυτολύπηση