αυτοκόλλητος
[aftoˈkolitos], αυτοκόλλητη, αυτοκόλλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- selbstklebendαυτοκόλλητοςαυτοκόλλητος
examples
- αυτοκόλλητη ετικέταθηλυκό | Femininum, weiblich fHaftetikettουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- αυτοκόλλητοουδέτερο | Neutrum, sächlich n νικοτίνηςNikotinpflasterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples