αυτοκτονία
[aftoktoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Selbstmordαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυτοκτονίαFreitodαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυτοκτονίααυτοκτονία