„αυτοκινητοπομπή“: θηλυκό αυτοκινητοπομπή [aftokjinitopomˈbi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Korso Korsoαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοκινητοπομπή αυτοκινητοπομπή