αυτοκινητιστής
[aftokjinitisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, αυτοκινητίστρια [aftokjiniˈtistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Autofahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοκινητιστής αθλητισμός | Sportαθλαυτοκινητιστής αθλητισμός | Sportαθλ