αυτοεπιβεβαίωση
[aftoepiveˈveosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Selbstbestätigungθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοεπιβεβαίωσηErfolgserlebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοεπιβεβαίωσηαυτοεπιβεβαίωση