„αυτοδικία“: θηλυκό αυτοδικία [aftoðiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstjustiz Selbstjustizθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοδικία αυτοδικία