„αυτογκόλ“: ουδέτερο αυτογκόλ [aftoŋˈgol]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigentor Eigentorουδέτερο | Neutrum, sächlich n αυτογκόλ αυτογκόλ