„αυτοβουλία“: θηλυκό αυτοβουλία [aftovuˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Entschlusskraft Entschlusskraftθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοβουλία αυτοβουλία