„αυτοανακάλυψη“: θηλυκό αυτοανακάλυψη [aftoanaˈkalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstfindung Selbstfindungθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοανακάλυψη αυτοανακάλυψη