„αυτοαμφισβήτηση“: θηλυκό αυτοαμφισβήτηση [aftoamfizˈvitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstzweifel Selbstzweifelπληθυντικός | Plural pl αυτοαμφισβήτηση αυτοαμφισβήτηση