„αυτοέκφραση“: θηλυκό αυτοέκφραση [aftoˈekfrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstverwirklichung Selbstverwirklichungθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοέκφραση αυτοέκφραση