„αυταπατώμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αυταπατώμαι [aftapaˈtome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich Illusionen machen sich Illusionen machen αυταπατώμαι αυταπατώμαι