„αυταπάρνηση“: θηλυκό αυταπάρνηση [aftaˈparnisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Opferbereitschaft Opferbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f αυταπάρνηση αυταπάρνηση