„αυτάρεσκος“ αυτάρεσκος [afˈtareskos], αυτάρεσκη, αυτάρεσκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) selbstgefällig selbstgefällig αυτάρεσκος αυτάρεσκος