„Αυστριακός“: αρσενικό Αυστριακός [afstriaˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Österreicher Österreicherαρσενικό | Maskulinum, männlich m Αυστριακός Αυστριακός
„αυστριακός“ αυστριακός [afstriaˈkos], αυστριακή, αυστριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) österreichisch österreichisch αυστριακός αυστριακός