„αυλακιά“: θηλυκό αυλακιά [avlaˈkjja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spurrille Spurrilleθηλυκό | Femininum, weiblich f αυλακιά αυτοκίνητο | Autoαυτοκ αυλακιά αυτοκίνητο | Autoαυτοκ