„αυθυπαρξία“: θηλυκό αυθυπαρξία [afθiparˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigenständigkeit Eigenständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αυθυπαρξία αυθυπαρξία