αυθεντικότητα
[afθendiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Originalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαυθεντικότηταAuthentizitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαυθεντικότητααυθεντικότητα