„αυθάδης“ αυθάδης [afˈθaðis], αυθάδης, αυθάδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) frech, dreist frech, dreist αυθάδης αυθάδης examples μη γίνεσαι αναιδής! werd bloß nicht frech! μη γίνεσαι αναιδής!