αυγό
[avˈɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eiουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυγόαυγό
examples
- σφιχτό/μελάτο αυγόhart/weich gekochtes Eiουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κλούβιο αυγόfaules Eiουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- χτυπητά αυγάRühreierπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
hide examplesshow examples