„ατυχία“: θηλυκό ατυχία [atiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pech, Unglück Pechουδέτερο | Neutrum, sächlich n ατυχία Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n ατυχία ατυχία