„ατσάλινος“ ατσάλινος [aˈtsalinos], ατσάλινη, ατσάλινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stählern, Stahl- stählern, Stahl- ατσάλινος ατσάλινος