ατροφικός
[atrofiˈkos], ατροφική, ατροφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abgemagertατροφικόςατροφικός
- verkümmertατροφικός μέλοςατροφικός μέλος
Thank you for your feedback!