„ατροφία“: θηλυκό ατροφία [atroˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Atrophie Atrophieθηλυκό | Femininum, weiblich f ατροφία ατροφία examples ατροφία οστών Knochenschwundαρσενικό | Maskulinum, männlich m ατροφία οστών