ατράνταχτος
[aˈtrandaxtos], ατράνταχτη, ατράνταχτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schlagkräftigατράνταχτος απόδειξηατράνταχτος απόδειξη
Thank you for your feedback!