ατελείωτος
[ateˈliotos], ατελείωτη, ατελείωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ατέλειωτος [aˈteʎotos], ατέλειωτη, ατέλειωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unvollendetατελείωτοςατελείωτος
- ατελείωτος που δεν τελειώνει