„ατελέσφορος“ ατελέσφορος [ateˈlesforos], ατελέσφορη, ατελέσφοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ergebnislos ergebnislos ατελέσφορος ατελέσφορος