„αταλάντευτος“ αταλάντευτος [ataˈlandeftos], αταλάντευτη, αταλάντευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbeirrt unbeirrt αταλάντευτος αταλάντευτος