„ατάλαντος“ ατάλαντος [aˈtalandos], ατάλαντη, ατάλαντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbegabt, untalentiert unbegabt, untalentiert ατάλαντος ατάλαντος