„ασύγκριτος“ ασύγκριτος [aˈsiŋgritos], ασύγκριτη, ασύγκριτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unvergleichlich unvergleichlich ασύγκριτος ασύγκριτος