„ασύγκλητος“ ασύγκλητος [aˈsiŋglitos], ασύγκλητη, ασύγκλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nicht einberufen nicht einberufen ασύγκλητος ασύγκλητος