ασχημάτιστος
[asçiˈmatistos], ασχημάτιστη, ασχημάτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unausgereiftασχημάτιστος ιδέαασχημάτιστος ιδέα
Thank you for your feedback!