ασφαλτόστρωτος
[asfalˈtostrotos], ασφαλτόστρωτη, ασφαλτόστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- asphaltiertασφαλτόστρωτοςασφαλτόστρωτος
Thank you for your feedback!