„ασφάλιστρο“: ουδέτερο ασφάλιστρο [aˈsfalistro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Versicherungsbeitrag Versicherungsbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m ασφάλιστρο ασφάλιστρο